- αδικοκρισία
- ηάδικη κρίση, άδικη απόφαση δικαστή: Οι αδικοκρισίες είναι το κύριο γνώρισμα των αυταρχικών καθεστώτων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αδικοκρισία — η (Α ἀδικοκρισία) (Ν και σιά) 1. άδικη κρίση 2. άδικη δικαστική απόφαση νεοελλ. βάσανο που υφίσταται κανείς άδικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδικο * + κρίσις) … Dictionary of Greek
ἀδικοκρισίας — ἀδικοκρισίᾱς , ἀδικοκρισία unjust judgement fem acc pl ἀδικοκρισίᾱς , ἀδικοκρισία unjust judgement fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)